-
1 άλογο(ν)
-
2 άλογο(ν)
-
3 лошадь
лошадь ж το άλογο, ο ίππος· верховая \лошадь το άλογο ιππασίας* * *жτο άλογο, ο ίπποςверхова́я ло́шадь — το άλογο ιππασίας
-
4 верховой
верховой: \верховойая езда η ιππασία \верховойая лошадь το άλογο ιππασίας* * *верхова́я езда́ — η ιππασία
верхова́я ло́шадь — το άλογο ιππασίας
-
5 ιππασία
-
6 mount
1. verb1) (to get or climb up (on or on to): He mounted the platform; She mounted (the horse) and rode off.) ανεβαίνω(σε),σκαρφαλώνω/καβαλικεύω2) (to rise in level: Prices are mounting steeply.) ανεβαίνω,αυξάνομαι3) (to put (a picture etc) into a frame, or stick it on to card etc.) κορνιζάρω4) (to hang or put up on a stand, support etc: He mounted the tiger's head on the wall.) αναρτώ,τοποθετώ5) (to organize: The army mounted an attack; to mount an exhibition.) οργανώνω,στήνω2. noun1) (a thing or animal that one rides, especially a horse.) άλογο ιππασίας2) (a support or backing on which anything is placed for display: Would this picture look better on a red mount or a black one?) πλαίσιο,βάση•- mounted- Mountie -
7 рысак
-а α.άλογο ιππασίας, κέλητας. -
8 лошадь
лошадьж τό ἀλογο, ὁ ἱππος:верхо-ва́я \лошадь τό аХоуо ἱππασίας, ὁ ἱππος ιππασίας· беговая \лошадь τό ἄλογο κούρσας· ломовая \лошадь ίππος ἐλξεως. -
9 верховой
верхов||о́й·1. прил ίππευτικός, τής ιππασίας:\верховойая езда ἡ ἱππασία, ἡ ίππευσις· \верховойая лошадь ἄλογο (или ἰππος) ἱππασίας·2. м ὁ ἱππέας, ὁ καβαλλάρης.
См. также в других словарях:
άλογο — Λέγεται και ίππος και επιστημονικά ίππος ο ήμερος. Το ά., που είναι πολύ διαδεδομένο, είναι θηλαστικό περιττοδάχτυλο της υπόταξης των ιππομόρφων, της οικογένειας των ιππιδών. Το θηλυκό καλείται φοράδα ή φορβάς. Το σώμα του, με πολύ αρμονικές… … Dictionary of Greek
κέλης — ο (ΑΜ κέλης, Α δωρ. τ. κέληξ) άλογο ιππασίας νεοελλ. ναυτ. ελαφρά, επιμήκης και ταχεία κωπήλατη λέμβος στην οποία οι ερέτες κάθονται αντίθετα προς την πλευρά κίνησης τού φτερού τής κώπης, αλλ. φαλαινίς αρχ. 1. (συχνά στην επικεφαλίδα ωδών τού… … Dictionary of Greek
αεροκέλητες — οι «ανεμόποδες ίπποι», γοργοπόδαρα άλογα. [ΕΤΥΜΟΛ. < αέρας + κέλης (= άλογο ιππασίας)] … Dictionary of Greek
σελλάριος — ὁ, Α 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στη σέλα 2. κατασκευαστής σελών, σελοποιός 3. αξιωματικός τού ιππικού, σελλαριώτης* 4. άλογο ιππασίας. [ΕΤΥΜΟΛ. < λατ. sellarius (< sella, βλ. σέλλα)] … Dictionary of Greek
κέλητας — ο 1. άλογο ιππασίας. 2. (ναυτ.), ελαφριά και κομψή βάρκα προορισμένη για τον κυβερνήτη του πλοίου, πάσαρα … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
φαρί — το (λ. αραβ.), άλογο ιππασίας … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
Ελλάδα - Αθλητισμός — Ο ΑΘΛΗΤΙΣΜΟΣ ΚΑΙ ΟΙ ΟΛΥΜΠΙΑΚΟΙ ΑΓΩΝΕΣ ΣΤΗΝ ΑΡΧΑΙΟΤΗΤΑ Καταγωγή του αθλητισμού και των αγώνων Οι θεωρίες που έχουν διατυπωθεί για την καταγωγή του αθλητισμού και των αγώνων είναι πολλές. Πολλά από τα αθλήματα, όπως το τρέξιμο, το ακόντιο και η… … Dictionary of Greek
ιππική — Όρος που χρησιμοποιείται για να εκφράσει το σύνολο των αγώνων που διεξάγονται με άλογα και κατά προέκταση ό,τι αφορά την εκτροφή και την εκγύμναση των αλόγων. Η ι. από αθλητική άποψη διαιρείται σε ιππασία και ιππικούς αγώνες. ιππασία. Η τέχνη της … Dictionary of Greek
αναβολέας — Εκείνος που βοηθάει κάποιον να ανέβει σε άλογο. Επίσης, ο σιδερένιος κρίκος που κρέμεται από το εφίππιο, γνωστός και ως σκάλα. Α. λέγεται και ένα είδος χειρουργικού εργαλείου. (Ανατ.) Το μικρότερο από τα τρία οστάρια που βρίσκονται στο μέσο αφτί… … Dictionary of Greek
Μογγολία — Κράτος της κεντρικής Ασίας. Συνορεύει στα Β με τη Ρωσία και στα Α, στα Ν και στα Δ με την Κίνα.Tα εδαφικά όρια της Μ., εξαιτίας των χαρακτηριστικών της περιοχής στην οποία εκτείνεται η χώρα, δεν καθορίζονται από φυσικά στοιχεία, εκτός από το… … Dictionary of Greek
κυνήγι — Η καταδίωξη άγριων ζώων με σκοπό τον φόνο ή τη σύλληψή τους στο φυσικό τους περιβάλλον. Πρωταρχικό κίνητρο του κυνηγού υπήρξε η προμήθεια τροφής· αργότερα ο κυνηγός χρειαζόταν επίσης τα δέρματα, τα οστά και τις τρίχες των θηραμάτων για την… … Dictionary of Greek